- ὁδοιπόριον
- ὁδοι-πόριον: reward for the journey, Od. 15.506†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
οδοιπόριον — ὁδοιπόριον, τὸ (ΑΜ) [οδοιπόρος] χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε ιδιοκτήτη πλοίου για τον πλου με αυτό, τα ναύλα, ή, κατ άλλους, οι προμήθειες τού οδοιπόρου για το ταξίδι … Dictionary of Greek
ὁδοιπόριον — passagemoney neut nom/voc/acc sg ὁδοιπορέω walk imperf ind act 3rd pl (doric) ὁδοιπορέω walk imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπόρια — ὁδοιπόριον passagemoney neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηώθεν — ἠῶθεν και δωρ. τ. ἀῶθεν (Α) επίρρ. 1. από το πρωί, από την αυγή («ἠῶθεν δ ἀγορήνδε καθεζώμεθα», Ομ. Οδ.) 2. αύριο, το επόμενο πρωί (ἠῶθεν δέ κεν ὕμμιν ὁδοιπόριον παραθείμην», Ομ. Οδ.) 3. πρωί πρωί, κατά το πρωί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηώς + θεν, κατάλ.… … Dictionary of Greek